- καλοβαλμένος
- η , ο1) хорошо расставленный; 2) правильно, красиво надетый (об одежде)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλοβάζω — καλόβαλα, καλοβάλθηκα, καλοβαλμένος, τοποθετώ κάτι καλά στη θέση του, το τακτοποιώ: Τα έπιπλα είναι καλοβαλμένα μέσα στους χώρους του σπιτιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)